|
η дублёная кожа #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дублёная кожа? — δέψα как с (ново)греческого переводится слово δέψα? — дублёная кожа — γύρα — συγχωρήσιμος — κορνιζώνω — επαμφοτερίζω — δανδής — εγκόλαψη — ανεμπέδωτος — υστερορραγία — γυμνόσπερμος — ανελεήμων — πικεδένιος — εκπυρσοκροτώ — βιράρω — δασκαλοσύνη — κουτσοπόδης — αθλήτρια — ψί — σφριγηλός — πρίων — πατουλιά — χορευταριά |
|||