|
ο дятел #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дятел? — δρυοκολάπτης как с (ново)греческого переводится слово δρυοκολάπτης? — дятел — ηλεκτρικό — σκέλι — ειργμός — Πήγασος — εμπειριοκρατία — προηγηθείς — κακοανατεθραμμένος — ελεγείος — διαπίδυση — μυοσωτίς — πρωρατικός — γλυκοθωριά — περιήλιο — ροή — μεταπούληση — αγγελοβαρεμένος — αχαλιναγώγητος — ξιφολόγχη — άναστρος — ξέγνοιαστος — πύργος |
|||