|
αοр. от εκπίπτω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξέπεσα? — — μετάνοια — ιατρόσημον — αμαζόνιος — ενταφιασμός — νεωτεριστής — καβγαδίζω — διχαστικά — παλαιοελλαδίτισσα — αποθαρρεύω — περιποιώ — πολιορκητής — αποθηκοφύλαξ — διαρρηκτικός — μηλίτης — ξενηλάτης — δεισιδαίμονας — ανυπερθέτως — μάχομαι — Αράπης — μασκαραλίκι — βαφική |
|||