|
ο знаток, специалист #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово знаток? — γνωριστής как на (ново)греческом будет слово специалист? — γνωριστής как с (ново)греческого переводится слово γνωριστής? — знаток, специалист — σπειρί — ανθυπόνομος — ευεπίδεκτος — εμπεριεχόμενον — κουρέλι — φίς — ανθρωποφαγία — επανορθώσιμος — συρταριέρα — κιονοστάτης — ενέχομαι — λιγάκι — σμιγός — φριζάρισμα — δαλία — ξυλάγκαθο — μπαντανάς — αγγλομάθεια — εξαλμύρισμα — λεία — τραχειακός |
|||