|
ο заяц; === γίνομαι ~ — задать стрекача; τάζω ~ούς με πετραχήλια — сулить золотые горы; πού κυνήγα πολλούς ~ούς κανένα δεν πιάνει — посл. [phrase]за двумя зайцами погонишься, ни одного не поймаешь[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заяц? — λαγός как с (ново)греческого переводится слово λαγός? — заяц — ξεραγγιανός — ελκιοκούκκουτσο — περιφέρομαι — κουφόνοια — ψυχαναγκαστικός — μισόκλειστος — λογομαχία — ώσπερ — αφακέλλωτος — καλλιτέχνημα — εύελπις — τρίς — εςαγκιστρώνω — σπανάκι — αβανταδόρα — πρωταυγουστιά — σταυραδερφός — τσορβάς — εχίνος — προστυχόπραμα — σύζυγος |
|||