|
тормозить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тормозить? — τροχοπεδώ как с (ново)греческого переводится слово τροχοπεδώ? — тормозить — αλλοπαθής — γενετικός — κινάρα — εχθροπάθεια — μπέκρος — ταχυδρομώ — ηλεκτροδυναμόμετρο — αίσκιωτος — γιαουρτόσουπα — ευοίωνος — κοροϊδευτής — πουτσοσκάμπηλο — μεταγνώθω — πήδος — οικειότητα — νημάτιο — ανεπίψογος — παρακάνω — ελαφοειδή — καταφώτιστος — συγκεντρωτικά |
|||