Новогреческий словарь
εξερχόμενος
εξερχόμεν|ος
канц.
исходящий
;
αριθμός ~ένων — исходящий номер
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
исходящий
? —
εξερχόμενος
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξερχόμενος
? — исходящий
#
(ново)греческий словарь
—
λαρυγγοπληξία
—
παλινορθώνω
—
πασσαλωτής
—
εκμισθώνω
—
αυτασφάλεια
—
θαλαμίσκος
—
ανελευθερία
—
πύρα
—
ακελάϊδητος
—
Αργεντίνος
—
αναστηλώνω
—
αμπελοκόπι
—
αισθηματολογώ
—
παντρεύομαι
—
ιόχρους
—
αργόβιος
—
σκάφανδρο
—
ευκρινής
—
ασυμπίεστος
—
βήγμα
—
ξεραγκιάς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,