|
коллективизировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коллективизировать? — κολλεκτιβοποιώ как с (ново)греческого переводится слово κολλεκτιβοποιώ? — коллективизировать — ψυχοπνευματικός — οξικός — αναγνωσματοποίηση — αριστερίζω — αποσβενώ — αποφύλλωση — δαιμονικός — ευσυγκινησία — γλυκοχαιρετίζω — μπαχάρι — βρέχτης — παπαρδέλα — Κορέα — μαζός — ενόσω — χοντρόκωλα — θεράπαινα — ξεκάρφωμα — επιδερμοφοτία — ηττοπαθής — σόλφέτζιο |
|||