Новогреческий словарь
ταυτό
ταυτό
:
εν ταυτώ — в то же самое время
;
ένα καί ~ — совершенно то же самое
;
===
~όν είπειν — другими словами
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ταυτό
? —
#
(ново)греческий словарь
—
περιπλανιέμαι
—
συμπεθεριά
—
πλάνιασμα
—
νεώτερα
—
φροκαλίζω
—
εξετράφην
—
κουβαράκι
—
φάουσα
—
ανεμόσκαλα
—
βρωμάω
—
αυτοπαιδεμός
—
μεγαλόσχημος
—
αντασφαλίστρια
—
κτηνοβάτης
—
απεχθάνομαι
—
ηλεκτροενέργεια
—
συμμαχήτρια
—
διάσειστος
—
προκατακλυσμιαίος
—
άρμεγμα
—
ανεξέργαστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве