|
το 1) деревянная решётка; 2) жалюзи #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово деревянная решётка? — δικτυωτό как на (ново)греческом будет слово жалюзи? — δικτυωτό как с (ново)греческого переводится слово δικτυωτό? — деревянная решётка, жалюзи — επιλογή — αποκαινουργίς — αλευροποιός — Ρωσοπόντιος — βύρσινος — μοναχή — δέντρωνομαι — αφομοιώνομαι — αντιπολεμικός — διεμβολή — προπληρώνω — έξάπους — εκτομίς — αδέρφωμα — διευθετήσιμος — προπερασμένος — νοσταλγία — πλαστούργημα — αβόλευτος — λυγερή — ξεπικρίζω |
|||