ξαναφεύγω

формы словаβ
ξαναφεύγω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ξαναφεύγω? —


πολεμητέοςβαρύπνιεπικράτησηαποθησαυριστικόςτάνυσμόςδιδασκαλίαφωτομετρώβαρίτηςδιακορήςεξευρωπαϊσμόςνάρκααψήλωτοςψωριώπομφολυγώδηςμακρυμάνικοςφανταρίστικοςσύμβλημαυιοθεσίαζουζούνασκηνοθετώστολαρχία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit