|
поливать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поливать? — λαντουρίζω как с (ново)греческого переводится слово λαντουρίζω? — поливать — βιβλιοκαπηλεία — λιοτριβιό — αυγότσιφλο — μισθοδοτικός — φραγκικός — ανεμόστροφον — τσακωμός — πού — παρακάτω — τρίχρονος — μικρόζωο — νεωδόχος — αχάμνια — φορά — βαμένος — λειψυδρία — αποσελλώνω — εμπεποτισμένος — λαϊκίζω — φαλάκρωση — χαρτοκιβώτιο |
|||