|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ευκαρυωτικό? — — συλλαβιστά — λήρημα — άτι — παλλάδιο — γνωσιμαχώ — τοπικός — παραμένω — δασύφωνος — διαγνωστική — μαχητικά — πολυσχιδώς — ανεμαζωχτής — ευηλεκτραγωγός — τσιπροφονιάς — ζωοκτονία — κηροποιός — στραγγώ — σκοτώνομαι — σμυριδόπανο — συρράπτω — ξινοτύρι |
|||