Новогреческий словарь
αρκαντάσης
αρκαντάσης
ο
близкий товарищ, друг
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
близкий товарищ
? —
αρκαντάσης
как на
(ново)греческом
будет слово
друг
? —
αρκαντάσης
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρκαντάσης
? — близкий товарищ, друг
#
(ново)греческий словарь
—
γέμιστρο
—
ασιανός
—
θωπευτικώς
—
σταχυολόγηση
—
μισοπεθαμένος
—
μικρόκοκκος
—
κρούση
—
βίγλα
—
αυνανισμός
—
αυτοσχεδίως
—
χρυσοβαφής
—
ευάριθμος
—
σανίδι
—
κάθαρση
—
βιβλιοδετικός
—
αξάκριστος
—
τυροκομώ
—
λιπανάβατος
—
αβίδωτος
—
ανυπόγραφος
—
νερόπιασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве