|
горкнуть (о жире) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово горкнуть? — ταγγίζω как с (ново)греческого переводится слово ταγγίζω? — горкнуть — χονδρογενής — γερόντισσα — άσκηση — τοπικιστής — προβάδιση — μόρτισσα — τρισένδοξος — εργένισσα — ζυγωματικός — ακαταμάχητος — λάφρος — δυσάρμοστος — μακρύτερα — χιονοστέφανο — κουμανταδόρος — ψαλιδιά — επτάωρο — φράγουλα — λεπτοφυής — λούτσος — απαρνούμαι |
|||