|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ναυαγισμένος? — — χαλκευτής — γούνναρης — ακριβοκοιτάζω — ρωμαϊστί — εξόγκωμα — διαβατάρισσα — απρόβλεπτος — ιδού — βουλευτηλίκι — ευσυγκίνητος — αφολίδωτος — θεληματίας — υδροχλωρικός — κάμηλος — ατυράγνητος — μοναχισμός — σπυρί — φάτνη — κουντούρι — ξεκουτιάζομαι — κλειδοκράτης |
|||