|
η согласие (с чем-л.), одобрение (чего-л.); έχω τή συναίνεση ταυ — [phrase]я заручился его согласием[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово согласие? — συναίνεση как на (ново)греческом будет слово одобрение? — συναίνεση как с (ново)греческого переводится слово συναίνεση? — согласие, одобрение — κρησάρισμα — ανδραπόδιση — ασύνετος — φιλούρα — καταχωρίζω — αστρομετρία — γανωματζής — ευμοιρώ — μεταποιώ — οργανοποιείο — φτειάσιμο — αναπτυσσόμενος — ηφαίστειο — τρίτος — διπλοκαθίζω — αμπελοφάσουλο — σιτάρκης — κλασσικιστής — περβόλι — αμετατόπιστος — σιχασιάρικος |
|||