|
τα зоол. перепончатолапые #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перепончатолапые? — στεγανόποδα как с (ново)греческого переводится слово στεγανόποδα? — перепончатолапые — γαλβανίζω — αμεταπούλητος — αντιβούισμα — μικροβιακός — προμελέτη — αυτοπροαίρετα — γρηίστικος — αψέκαστος — κρικοειδής — τελειοθήρας — κύριος — δάκριο — ζωολογία — πουαντιλλισμός — όμικρον — αβέβαιος — Κυρα-Μαριώ — αυθόρμητα — χιλιάδα — μαντολάτο — ευφημιστικά |
|||