|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово νοσοφόρος? — — τουρκόγερος — εξαϋλώνω — λιθόκτιστος — φωνακλάς — νιτερέσο — κυανό — δενδροφυτεία — άσιτος — τρεμουλιαχτός — αντιλαλώ — αντρόχτι — φιόρδ — ηθική — αντισκόφτω — σακχαροποιία — ξεφαντώνω — δεκστετραπλάσιος — χορήγηση — συνέχεια — οικονομία — μιλιταρισμός |
|||