|
ο продавец рамок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово продавец рамок? — κορνιζοπώλης как с (ново)греческого переводится слово κορνιζοπώλης? — продавец рамок — φωνομετρία — νοτιοδυτικά — συγκοινωνώ — συσχετικός — θρησκευτικά — παιδαγώγηση — ωμόλινον — νερόφειδο — αναπόδεικτος — σκαρίφημα — άπωσον — απόλεμος — υφέν — διανοούμενη — αληθώς — κουτσούρεμα — κεχριμπάρι — ολικός — αχυρένιος — κόκκορας — μάραμα |
|||