|
η 1) патронник; 2) нора (подводных животных) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово патронник? — θαλάμη как на (ново)греческом будет слово нора? — θαλάμη как с (ново)греческого переводится слово θαλάμη? — патронник, нора — αποφασιστικά — κομματικός — τεφρός — ξασχημίζω — γκλαμουράτος — γλειψιά — υπεράνθρωπος — αντικληρικός — λουβιάρα — προχρονολογώ — χορταρένιος — εξεβλήθην — ανεπτυγμένος — καταλογιστόν — αρναούτι — επαγγελματικός — συστασιάζω — καθετήρας — διοικήτρια — χοχλακίζω — ζουφώνω |
|||