|
το скворец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скворец? — μαυροπούλι как с (ново)греческого переводится слово μαυροπούλι? — скворец — επτά — κυριευμένος — άκρο — ασχημάδι — Φιλλανδός — Προμηθεύς — μοτοσυκλετικός — αντιδεξιούμαι — ψέλλισμα — αγόρευση — κάτωθι — κουμπάνια — πλευροειδής — βαφτιστικά — εστήθην — συνεκπαιδεύω — κολιαντρίζω — κατακόκκινος — κατάρτιση — μοσχοπληρώνω — γλυκοκοιτάω |
|||