|
(αόρ. αντιπαρέδωκα) обменивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обменивать? — αντιπαραδίδω как с (ново)греческого переводится слово αντιπαραδίδω? — обменивать — ψυχοκόρη — μονολογώ — μηχανόλαδο — μαλλωτός — πράσινος — κρύβω — βακίλλιον — πλανερός — ξέμακρα — στενόκωλος — ζωϊκότητα — αμπελών — αναλυτηκός — ξεμύγιασμα — ξεκλωσσάω — καθυποχρεώνω — θυγατρικός — μηδέποτε — ψευτόμαγκας — περίθαλψη — στραπατσάρω |
|||