|
η зоол. лысуха #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лысуха? — νεροπούλα как с (ново)греческого переводится слово νεροπούλα? — лысуха — ίρις — θρομβώδης — τρίβω — μηχανοθεραπεία — ανεκέφαλος — τσοντοσινεμάς — αλληλεγγύη — απολεστικός — επεξετάθην — απολυτοκρατία — λαστιχένιος — ευεξάλειπτος — πηδαλιουχία — ταρσανάς — συνεισηγητής — στολίσκος — μπουχός — ιπποτρόφος — σινιάλο — αυτότμηση — διάστρεμμα |
|||