|
1. η езда верхом на осле; 2. επίρρ. верхом на осле #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово езда верхом на осле? — γαϊδουροκαβαλλαρία как на (ново)греческом будет слово верхом на осле? — γαϊδουροκαβαλλαρία как с (ново)греческого переводится слово γαϊδουροκαβαλλαρία? — езда верхом на осле, верхом на осле — αλλοιοφανής — χιονοσκεπής — ανησυχώ — ανεύθυνο — γεφυροποιός — στιγματίζω — δήποτε — απαγίωτος — μικροφαράδιο — αγωγεύς — χειρονόμος — ξεκαπίστρωμα — ξετιμητής — φτειάνομαι — ατσιγάριστος — αλατουργια — αππαρταμέντο — ριζοβελονιά — εμβρυοθυλάκιον — αστρομαντική — μουστακαλής |
|||