|
η гадалка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гадалка? — μαντεύτρια как с (ново)греческого переводится слово μαντεύτρια? — гадалка — μακρυχέρης — γνωριστικός — απολυταρχισμός — αντιπροσωπεύω — τελαμώνα — ανημέρωτος — εκάτερος — επωασηκός — σπερματοθήκη — μήγαρ — νομευτικός — άναυλος — μπόρεση — συμμοριτισμός — αναίμαχτος — εντύλιγμα — εξαρτισμός — ανανεώνω — προσωπογραφικός — απόχα — ζωοφαγία |
|||