|
щедрый; расточительный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово щедрый? — απλόχερος как на (ново)греческом будет слово расточительный? — απλόχερος как с (ново)греческого переводится слово απλόχερος? — щедрый, расточительный — θρύον — δαντελλάδικο — αμαλάκυντος — δεκαρολογία — νοθεύω — βρογχοπνευμονία — ξυπνάω — έμπα — παραγγελιοδόχος — ψυχονοητικός — ρετροσπεκτίβα — ανεμόφτερο — ούτος — ανασαλεύω — στραβοκυττάζω — διασκορπίζω — σφόλιαρος — ναυμαχία — αποκαή — τουρκοπούλα — ξενοκρατούμενος |
|||