Новогреческий словарь
δάρθηκα
δάρθηκα
παθ. αόρ. от δέρνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
δάρθηκα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
τριακονταπλάσιος
—
νερουλιάστρα
—
επίσχεση
—
αμυχή
—
χοληστερόλη
—
κίων
—
αντιβεντετικός
—
φοροδιαφεύγω
—
λεοκοκυττάρωσις
—
ανυπόσχετος
—
γέψη
—
στραγγαλίζω
—
τοκοφόρος
—
ιερατικός
—
γλοιόδερμος
—
μόριο
—
αεροφωτογραφία
—
κοφεόδενδρον
—
έρπω
—
ολότελα
—
ωχραίνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве