|
η ливер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ливер? — συκωταριά как с (ново)греческого переводится слово συκωταριά? — ливер — μάραθρο — καπνιστός — δέω — απουσία — παρακολούθημα — δεματιάρης — σταφυλοθεραπείο — χλευαστικός — εμποροκαπετάνιος — ανυπαγόρευτο — Ελλαδίτης — χωρομετρικός — προσωθώ — ταξιδεμένος — τοστιέρα — χρυσοτόκος — αγωγνάτικα — αλκαλιώ — κριματισμένος — μεγαλοπραγμονώ — αλαφροπερπατώ |
|||