|
η присест; στήν ~ — в один присест; τρώγω στήν ~ μου — съесть за один присест #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово присест? — καθισιά как с (ново)греческого переводится слово καθισιά? — присест — διβολίζω — πλουτώνειος — μαργώνω — πυροηλεκτρικός — επικύρωση — αντιθέτω — καβούρι — επιγραφικός — υποδοχέας — καζμάς — αμμοδόχη — ηγεμονισμός — διαστέλλω — παλιάνθρωπος — τουλούμιασμα — ανεπιεικής — διχαλωτός — ασκαρδαμυκτί — κτίριο — επτάγωνος — εγκεφαλικά |
|||