|
ο воен. проверяющий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово проверяющий? — εφοδευτής как с (ново)греческого переводится слово εφοδευτής? — проверяющий — ζενίθ — δαμασκηνο — τραχειοβρογχίτιδα — παποράκι — επιστήριξις — μιασμένος — τρελλά — ευανάγνωστος — καβαλίκι — φυτοπλαγκτόν — εργαλειομηχανή — ψιμμύθιο — σκουπόξυλο — φλέτουργος — ναυκληρία — νηματουργείο — αποκρούω — διαρριπίζω — δήξ — νεραϊδάρης — νερουλιασμένος |
|||