|
το текст. навивка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово навивка? — μιτάρισμα как с (ново)греческого переводится слово μιτάρισμα? — навивка — κοπρόχωμα — κουφόνους — καταστατό — αποθετικός — αναντρανίζω — ξεμπερδεύω — συβάζω — αχλεύαστος — κορνιζοπώλης — ναυπηγικός — διασταυρούμενος — διχαλωτά — γλωσσοφαγιά — χαρτοπαίκτης — μαλλιάζω — Φραγκιά — διαζωτικός — στανιό — αμάγγωτος — φλοιός — δεκαπλασίασμός |
|||