|
η 1) зоб; 2) одышка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зоб? — γκούσια как на (ново)греческом будет слово одышка? — γκούσια как с (ново)греческого переводится слово γκούσια? — зоб, одышка — εμπότιση — φιλαράκος — βενζόη — ανθελμιντικός — ενδορραχιαίος — αποστρογγυλώνω — βαφτιστήρα — μπασιμπουζούκος — καύμα — κουτσομπολίστικος — λαπαροτομία — διοξείδιο — αερογέφυρα — Παναγία — αλαλομάρα — γεννητάτο — λευτερώνω — προσθαλασσώνω — ξεγνοιασιά — αρχικλέφτης — ανθροκόπλινθος |
|||