Новогреческий словарь
κυλιάμενος
κυλιάμεν|ος
:
~η κλίμακα — эскалатор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κυλιάμενος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κοροϊδευτικός
—
τηλεοπτήρ
—
εκειδανό
—
πλειοψηφώ
—
ετοιμόλογος
—
διεξέρχομαι
—
κρασόνερο
—
ταιριαστός
—
βελονόφυλλος
—
νεκροφάγος
—
αγκαλιαστά
—
σταχολογάω
—
αποσβεστήρας
—
άθαφτος
—
πασσάλωσις
—
κοσμογραφία
—
διασφαλίζω
—
κακομοίρικος
—
σηματογράφος
—
φλογίζομαι
—
καταντικρύ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве