|
(αόρ. άδραξα) 1) хватать, схватывать; 2) : τήν άδραξε ο ήλιος — солнце опалило её, она загорела #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хватать? — αδράζω как на (ново)греческом будет слово схватывать? — αδράζω как с (ново)греческого переводится слово αδράζω? — хватать, схватывать — τεχνοκριτικός — ευκαρπία — προπλάττω — ανάσκελα — συμπληγάδες — ρέκασμός — φριχτός — χαρτοθήκη — βρογχοσκόπιο — ημέρευση — αποκεφαλιστής — διψομανία — πανδημεί — φεμινιστής — εκπρόθεσμα — αποκαρδισμός — απεριόριστο — ονειροπαρμένος — μηλοπούρναρο — αλεύκαντος — επέρσι |
|||