|
η 1) поддержка, помощь; 2) юр. защита #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поддержка? — υποστήριξη как на (ново)греческом будет слово помощь? — υποστήριξη как на (ново)греческом будет слово защита? — υποστήριξη как с (ново)греческого переводится слово υποστήριξη? — поддержка, помощь, защита — αλαγάριστος — μετάλλαξη — ευμέθοδος — σύθαμπο — απαγόρευση — μνά — αγριαπιδιά — θησαυρίζω — φωνητικός — πολυσέλιδος — αντικατασταίνω — αλλακτικός — τομάτα — έλικα — καθημαξευμένος — δυσήκοος — ονειρικός — λιθιά — αναδιδάσκω — πριονιστός — βρομοσέντο |
|||