Новогреческий словарь
ναυτικό
ναυτικό
το
морской флот
;
εμπορικό ~ — торговый флот
;
πολεμικό ~ — военно-морской флот
;
υπηρετώ στό ~ — служить во флоте
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
морской флот
? —
ναυτικό
как с
(ново)греческого
переводится слово
ναυτικό
? — морской флот
#
(ново)греческий словарь
—
συμπλέκτης
—
γκαρσονιέρα
—
αντισοβιετικός
—
σαβουρρώνω
—
αβελτηρία
—
μικροκλέπτρια
—
ρυπαρογραφία
—
απογραφέας
—
προφορικότητα
—
ηλεκτρακουστική
—
αντιπαραδίδω
—
Θάνατος
—
ευρετήριο
—
ακερμάτιστος
—
παγοπληξία
—
αγνάντεμα
—
πλατομέτωπος
—
επαναπαύομαι
—
χαρτοβιβλιοπωλείο
—
εορτάζοντας
—
εξαλειπτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве