|
резчицкий; камнерезный; ~ά εργαλεία — инструменты для резьбы по камню #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово резчицкий? — λιθογλυφικός как на (ново)греческом будет слово камнерезный? — λιθογλυφικός как с (ново)греческого переводится слово λιθογλυφικός? — резчицкий, камнерезный — παραμελούμενος — ερωτόπλαστος — εγγράφομαι — βυζαντιακός — ανίπταμαι — στεριώνω — ευωδιαστός — τσαλιμάκια — μινιατούρα — οικογενές — καλούπι — βελάδα — εύθυνσις — βδελυρότητα — γραπωσιά — θερμοπληξία — κατράμωμα — οριζοντίωση — παλιοσίδερο — σόδειασμα — επιμέτρηση |
|||