|
ο получивший надел земли #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово получивший надел земли? — κληρούχος как с (ново)греческого переводится слово κληρούχος? — получивший надел земли — όριο — κρουσταλλιάζω — σφαιρικότητα — ασυνδύαστος — πρυμνιός — αντιιμπεριαλιστικός — χρωμοφωτογραφία — καλογεράκι — μαζέττας — νταβραντίζω — θυία — μυζήθρα — ανδρίκος — υπέρβαρος — μπουζού — τρεχάτα — αμπελώδης — γλωσσάριο — αισθητώς — γωνίδι — ζωαμίναι |
|||