|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εργοδοτώ? — — μετζάστρα — επανέλεγχος — πλεκτική — κουκούλλα — νεανίδα — ουζομεζεδοπωλείο — μεταρρυθμίζω — κισμέτ — αδίχαστος — όζαινα — ασύμβατος — παπαριά — αναίσθητος — απαθανατισμός — κυλώ — βοτανική — εικοσάλεπτο — θηριοτρόφος — ανεχτικός — γενεαλόγιο — γιαπωνέζικος |
|||