|
η карт. пасьянс #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пасьянс? — πασιέντσα как с (ново)греческого переводится слово πασιέντσα? — пасьянс — αναμαλλιάζω — ζαρζαβατσής — λαφυραγώγία — ανάθρεμμα — κανάλι — τραχηλιαίος — ορθοπεδική — κολοκοτρωνέϊκος — καταδικάζω — δέψη — βρισιά — βαμβακερός — φρύγετρο — λιμπίζομαι — βροχόπτωση — ευποιδευσία — μίανσις — φλυτζάνι — πινιά — απαράγραφτος — ακοπάνιστος |
|||