|
ο папа (римский); τό αλάθητον τού πάπα — непогрешимость папы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово папа? — πάπας как с (ново)греческого переводится слово πάπας? — папа — προπαρασκευή — συντριμμένος — αποθαλασσία — μεγαλειότατος — δέντρο — παραλήγουσα — ακλόνητος — αιώρημα — κεραμική — λεόντειος — μπούχτισμα — αιδοιολειξία — ζωηρός — ρεμβαστής — πρωτοτυπώ — απλωτός — ζωννύω — Χιλή — στοίχιση — δρυοκολόπος — ψευδοδάφνη |
|||