|
το купон (ценных бумаг); талон; με τό ~ — по талону #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово купон? — κουπόνι как на (ново)греческом будет слово талон? — κουπόνι как с (ново)греческого переводится слово κουπόνι? — купон, талон — διακενώ — χειροτονία — ανεκποίητος — υπαγορεύω — αρχαϊσμός — καθαρεύουσα — Αρμένισσα — κατεδάφιση — μετακίνηση — γναθοχειρουργική — κάταρξη — ασκελιά — επτάστιχον — καρβουνόσκονη — εμβόλαιον — βαθομέτρηση — ασπρίζω — ανιώ — δοκίς — χειροπιαστός — ιντερμέτζο |
|||