|
1. болтливый; 2. (о) болтун #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово болтливый? — φλύαρος как на (ново)греческом будет слово болтун? — φλύαρος как с (ново)греческого переводится слово φλύαρος? — болтливый, болтун — δυναστεύω — εκσπερματίζομαι — τέττιγας — αισθητός — ξεφουσκωμένος — σπασμωδικός — παρεπίδημώ — διερεθισμός — κομψοπρέπεια — μηδενικούρα — καταχθονιότης — θαλαμίσκος — μετάκληση — γαλατάδικο — επισκοπικός — μαγνησιούχος — ακριανός — πατερημά — πολωτής — ραμφόσχημος — περισσότερον |
|||