ανάκαρα

формы словаβ
ανάκαρα
η сила;
          δέν έχω ~ νά... — [phrase]нет сил ...; нет мочи ... [/phrase] (разг.)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово сила? — ανάκαρα
как с (ново)греческого переводится слово ανάκαρα? — сила


Δανίαεμβολιοθεραπευτικήμπηχτόςκυλίστραανώφελοςστρίγγλικοςσκηνικόςαντικλίνωζαμπαράςακοινωνησίατσινιάβλαστικόςδάχτυλονεροκουβαλήτρααγριωπάφιλοπερίεργοςτριανταμίατσουκαλάκιανταπαιτητήςχαρτονοποιόςξανθομούστακος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit