Новогреческий словарь




ανάκαρα

ανάκαρα
η сила;
          δέν έχω ~ νά... — [phrase]нет сил ...; нет мочи ... [/phrase] (разг.)


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово сила? — ανάκαρα
как с (ново)греческого переводится слово ανάκαρα? — сила


#(ново)греческий словарьεξανδραπόδισηαπολαμβάνωμικροψυχώπροδότηςσχοινοβάτισσασαχλαμπούχλαςανηλικιότηταμπάγκοςασυναρμολόγητοςεπιπολάζωεξωστικόςπεριχέωχαλυβδώνωαπόπιωμαλοχείοςγκανιόταανέκαφάσισπιρουνιάζωανασπαστήριουποσήμανση


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω







латышский словарь, литовский словарь, шведско-русский словарь,