|
η сила; δέν έχω ~ νά... — [phrase]нет сил ...; нет мочи ... [/phrase] (разг.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сила? — ανάκαρα как с (ново)греческого переводится слово ανάκαρα? — сила — Δανία — εμβολιοθεραπευτική — μπηχτός — κυλίστρα — ανώφελος — στρίγγλικος — σκηνικός — αντικλίνω — ζαμπαράς — ακοινωνησία — τσινιά — βλαστικός — δάχτυλο — νεροκουβαλήτρα — αγριωπά — φιλοπερίεργος — τριανταμία — τσουκαλάκι — ανταπαιτητής — χαρτονοποιός — ξανθομούστακος |
|||