Новогреческий словарь
ιπποκόμος
ιπποκόμ|ος
ο 1)
конюх
;
2)
коновод
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
конюх
? —
ιπποκόμος
как на
(ново)греческом
будет слово
коновод
? —
ιπποκόμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ιπποκόμος
? — конюх, коновод
#
(ново)греческий словарь
—
γοργογαγέρνω
—
αβροχιά
—
αγαλματίτης
—
δίκαιος
—
τραγικό
—
ξυπάζω
—
φανοποιείο
—
εκτελωνίζω
—
μεσοζωϊκός
—
χρυσόχρους
—
ωτοπαθολογικό
—
ανθρωποθυσία
—
αντικέρης
—
αιμοπυόρροια
—
ευδιάλυτος
—
ορειχάλκινος
—
λευκωματοειδής
—
ανοπλωρίζω
—
πήχτρα
—
απρωτοκόλλητος
—
γουργουριάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве