|
ο 1) конюх; 2) коновод #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово конюх? — ιπποκόμος как на (ново)греческом будет слово коновод? — ιπποκόμος как с (ново)греческого переводится слово ιπποκόμος? — конюх, коновод — τυχαία — κήπευσις — εξαθλιώνομαι — χύτης — πλωριός — ύπαιθρος — αστακός — κατανόηση — διακοσμώ — εικοσάρι — σκιάς — κονταρόξυλο — ευκολοπέραστος — ακοόμετρο — αγγελομάτης — φύσιγγας — αντιχαιρετώ — τρελαίνομαι — συγκατάθεση — τείχισμα — βροντητά |
|||