|
το эмаль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эмаль? — εφυάλωμα как с (ново)греческого переводится слово εφυάλωμα? — эмаль — παπουτσάκι — ξέζεμα — συναξάρι — σήπομαι — αριθμητικώς — έφιππος — σύγκαιρα — αναδαμαλισμός — πολύχρυσος — συρματόπλεκτος — τσουκανίζω — λουβιάρης — μεγαλεπήβολος — σοφός — δυσπόρθητος — εκτατός — οφείλω — κοσκινάς — γονατιά — πηροδάκτυλος — προπέτισσα |
|||