|
η хождение по канату #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хождение по канату? — σχοινοβασία как с (ново)греческого переводится слово σχοινοβασία? — хождение по канату — ιδρυματικός — απόπαππας — αποδέχομαι — άκερκος — φλογίζω — προσκοπισμός — μπεκιαριλίκι — συνδέομαι — ενήλικος — βενζινόπλοιο — καλαρχινω — αναρθρία — ξέλειχα — εντυλίσσω — αλλόφυλος — κατακαθίζω — ξεσκονίστρα — τιμάριο — ανατάσσομαι — γκρανκάσσα — λεφτοκαριά |
|||