|
το головной платок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово головной платок? — τσιμπέρι как с (ново)греческого переводится слово τσιμπέρι? — головной платок — δερμονίζω — υμνητικός — προσχηματικώς — κουτσομπολεύω — υδατογραφικός — φοινικιά — βρυοειδής — τσιχλόφουσκα — υδραυλικός — γυμνοπαιδία — ασπούδαχτος — εγκάρσια — οζοντιστήρας — λαγοκοιμιούμαι — αγονάτιαστος — παλατιανός — φωνογράφηση — ανατομικώς — γεροντοκοριλίκι — ξυλίτης — αποφαίνομαι |
|||