|
(-εως) η новое увеличение; ~ τής φορολογίας — новый рост налогов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово новое увеличение? — επαύξηση как с (ново)греческого переводится слово επαύξηση? — новое увеличение — πτηνοθήρας — επιβατηγός — καζάντισμα — αγκομαχώ — μαλλιά — ζαμπαράς — ξεσχίζω — εξωραϊστικός — αεροπλάνο — εξαργυρωτέος — ξεκάρδισμα — λιώμα — χρονομέτρημα — ραθυμία — αναπαλλοτρίωτα — σιλανσιέ — γυναικίτσα — αφιλόδοξος — χαρτονοποιός — μαγικός — τρισκόταδο |
|||